Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
στελεχόω
στέλεχος
στελίδιον
στέλλω
στελμονία
στέμβω
στέμμα
στέμφυλον
στέναγμα
στεναγμός
στενάζω
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενολεσχέω
στενολέσχης
View word page
στέμμα
στέμμα στέμμα, ατος, τό, στέφω a wreath, garland, wound by suppliants round a staff or olive branch, Il., Soph.; sometimes worn on the head, Hdt.

ShortDef

a wreath, garland

Debugging

Headword:
στέμμα
Headword (normalized):
στέμμα
Headword (normalized/stripped):
στεμμα
IDX:
30163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30197
Key:
ste/mma

Data

{'content': 'στέμμα\n στέμμα, ατος, τό,\n στέφω\n a wreath, garland, wound by suppliants round a staff or olive branch, Il., Soph.; sometimes worn on the head, Hdt.', 'key': 'ste/mma'}