Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
στελεχόω
στέλεχος
στελίδιον
στέλλω
στελμονία
στέμβω
στέμμα
στέμφυλον
στέναγμα
στεναγμός
στενάζω
στενακτέος
View word page
στέλεχος
στέλεχος στέλεχος, εος, τό, στέλλω the crown of the root, stump, whence the trunk springs, Lat. codex, Pind., Dem.

ShortDef

the crown of the root, stump

Debugging

Headword:
στέλεχος
Headword (normalized):
στέλεχος
Headword (normalized/stripped):
στελεχος
IDX:
30158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30192
Key:
ste/lexos

Data

{'content': 'στέλεχος\n στέλεχος, εος, τό,\n στέλλω\n the crown of the root, stump, whence the trunk springs, Lat. codex, Pind., Dem.', 'key': 'ste/lexos'}