Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνοχή
ἀνοχμάζω
ἀνσχετός
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
View word page
ἀνσχετός
ἀνσχετός ἀνέχομαι to be borne, sufferable, endurable, Theogn., Soph.; mostly with negat., οὐκ ἀνσχετά insufferable, Od.; πτώματʼ οὐκ ἀνασχετά Aesch.: —οὐκ ἀνασχετόν ἐστι, c. inf., Hdt., Soph.

ShortDef

to be borne, sufferable, endurable

Debugging

Headword:
ἀνσχετός
Headword (normalized):
ἀνσχετός
Headword (normalized/stripped):
ανσχετος
IDX:
3018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3019
Key:
a)nsxeto/s

Data

{'content': 'ἀνσχετός\n ἀνέχομαι\n to be borne, sufferable, endurable, Theogn., Soph.; mostly with negat., οὐκ ἀνσχετά insufferable, Od.; πτώματʼ οὐκ ἀνασχετά Aesch.: —οὐκ ἀνασχετόν ἐστι, c. inf., Hdt., Soph.', 'key': 'a)nsxeto/s'}