Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
στελεχόω
στέλεχος
στελίδιον
στέλλω
στελμονία
στέμβω
στέμμα
στέμφυλον
στέναγμα
View word page
στελεόω
στελεόω from στελεόν στελεόω, fut. -ώσω to furnish with a handle, Anth.
ShortDef
to furnish with a handle
Debugging
Headword:
στελεόω
Headword (normalized):
στελεόω
Headword (normalized/stripped):
στελεοω
IDX:
30155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30189
Key:
steleo/w
Data
{'content': 'στελεόω\n from στελεόν\n στελεόω,\n fut. -ώσω\n to furnish with a handle, Anth.', 'key': 'steleo/w'}