Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
στελεχόω
στέλεχος
στελίδιον
στέλλω
στελμονία
στέμβω
στέμμα
στέμφυλον
View word page
στελεόν
στελεόν στελεόν, οῦ, = στειλειόν a handle, Babr., Anth.

ShortDef

a handle

Debugging

Headword:
στελεόν
Headword (normalized):
στελεόν
Headword (normalized/stripped):
στελεον
IDX:
30154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30188
Key:
steleo/n

Data

{'content': 'στελεόν\n στελεόν, οῦ,\n = στειλειόν\n a handle, Babr., Anth.', 'key': 'steleo/n'}