Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
στελεχόω
στέλεχος
στελίδιον
στέλλω
στελμονία
στέμβω
στέμμα
View word page
στείχω
στείχω to walk, march, go or come, Od., Hdt., Trag.:—c. acc. loci, to go to, approach, Trag. to go after one another, go in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος), Il., Hdt. c. acc. cogn., στ. ὁδόν Aesch., Soph.

ShortDef

to walk, march, go

Debugging

Headword:
στείχω
Headword (normalized):
στείχω
Headword (normalized/stripped):
στειχω
IDX:
30153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30187
Key:
stei/xw

Data

{'content': 'στείχω\n to walk, march, go or come, Od., Hdt., Trag.:—c. acc. loci, to go to, approach, Trag.\n to go after one another, go in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος), Il., Hdt.\n c. acc. cogn., στ. ὁδόν Aesch., Soph.', 'key': 'stei/xw'}