Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
στελεχόω
στέλεχος
View word page
στεῖνος
στεῖνος στεῖνος, ος, εος, τό, στείνω a narrow, strait, confined space, Hom.; στεῖνος ὁδοῦ Il. generally, pressure, straits, distress, Hhymn.; σωφρονεῖν ὑπὸ στένει to learn wisdom by suffering, Aesch.

ShortDef

a narrow, strait, confined space

Debugging

Headword:
στεῖνος
Headword (normalized):
στεῖνος
Headword (normalized/stripped):
στεινος
IDX:
30148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30182
Key:
stei=nos

Data

{'content': 'στεῖνος\n στεῖνος, ος, εος, τό,\n στείνω\n a narrow, strait, confined space, Hom.; στεῖνος ὁδοῦ Il.\n generally, pressure, straits, distress, Hhymn.; σωφρονεῖν ὑπὸ στένει to learn wisdom by suffering, Aesch.', 'key': 'stei=nos'}