Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
στελεχόω
View word page
στειναύχην
στειναύχην στειν-αύχην, ενος, narrow-necked, Anth.
ShortDef
narrow-necked
Debugging
Headword:
στειναύχην
Headword (normalized):
στειναύχην
Headword (normalized/stripped):
στειναυχην
IDX:
30147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30181
Key:
steinau/xhn
Data
{'content': 'στειναύχην\n στειν-αύχην, ενος,\n narrow-necked, Anth.', 'key': 'steinau/xhn'}