Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
στελεχητόμος
View word page
στειλειόν
στειλειόν from στειλειή στειλειόν, οῦ, the handle or helve of an axe, Od.
ShortDef
the handle (στελεόν LSJ)
Debugging
Headword:
στειλειόν
Headword (normalized):
στειλειόν
Headword (normalized/stripped):
στειλειον
IDX:
30146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30180
Key:
steileio/n
Data
{'content': 'στειλειόν\n from στειλειή\n στειλειόν, οῦ,\n the handle or helve of an axe, Od.', 'key': 'steileio/n'}