Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
στεῖρος
στείχω
στελεόν
στελεόω
View word page
στειλειή
στειλειή στειλειή, ἡ, the hole for the handle of an axe, Od. deriv. uncertain
ShortDef
the hole for the handle of an axe (στελεά LSJ)
Debugging
Headword:
στειλειή
Headword (normalized):
στειλειή
Headword (normalized/stripped):
στειλειη
IDX:
30145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30179
Key:
steileih/
Data
{'content': 'στειλειή\n στειλειή, ἡ,\n the hole for the handle of an axe, Od.\n deriv. uncertain', 'key': 'steileih/'}