Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
στεῖρα
View word page
στεγνοφυής
στεγνοφυής στεγνο-φυής, ές φυή of thick nature, Anth.
ShortDef
of thick nature
Debugging
Headword:
στεγνοφυής
Headword (normalized):
στεγνοφυής
Headword (normalized/stripped):
στεγνοφυης
IDX:
30141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30175
Key:
stegnofuh/s
Data
{'content': 'στεγνοφυής\n στεγνο-φυής, ές\n φυή\n of thick nature, Anth.', 'key': 'stegnofuh/s'}