Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
στεῖρα
View word page
στεγνός
στεγνός στεγνός, ή, όν contr. from στεγανός waterproof, Hdt.; στεγνὰ οἰκήματα, of a cave, Eur. as Subst., στεγνόν, οῦ, a covered dwelling, Xen.

ShortDef

waterproof

Debugging

Headword:
στεγνός
Headword (normalized):
στεγνός
Headword (normalized/stripped):
στεγνος
IDX:
30140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30174
Key:
stegno/s

Data

{'content': 'στεγνός\n στεγνός, ή, όν\n contr. from στεγανός\n waterproof, Hdt.; στεγνὰ οἰκήματα, of a cave, Eur.\n as Subst., στεγνόν, οῦ, a covered dwelling, Xen.', 'key': 'stegno/s'}