Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
στειναύχην
στεῖνος
στείνω
View word page
στέγη
στέγη στέγη, ἡ, στέγω a roof, Lat. tectum, Hdt., Aesch., Xen., etc. a roofed place, a chamber, room, Hdt., Xen., etc.; ἑρκεῖος στ., of a tent, Soph.; ἐκ κατώρυχος στέγη, of the grave, Soph. often in pl., like Lat. tecta, a house, dwelling, Aesch.; κατὰ στέγας at home, Soph.

ShortDef

a roof; a chamber

Debugging

Headword:
στέγη
Headword (normalized):
στέγη
Headword (normalized/stripped):
στεγη
IDX:
30139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30173
Key:
ste/gh

Data

{'content': 'στέγη\n στέγη, ἡ,\n στέγω\n a roof, Lat. tectum, Hdt., Aesch., Xen., etc.\n a roofed place, a chamber, room, Hdt., Xen., etc.; ἑρκεῖος στ., of a tent, Soph.; ἐκ κατώρυχος στέγη, of the grave, Soph.\n often in pl., like Lat. tecta, a house, dwelling, Aesch.; κατὰ στέγας at home, Soph.', 'key': 'ste/gh'}