Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
στειλειόν
View word page
στεγαστός
στεγαστός στεγαστός, ή, όν στεγάζω covered, sheltered, Strab.
ShortDef
covered, sheltered
Debugging
Headword:
στεγαστός
Headword (normalized):
στεγαστός
Headword (normalized/stripped):
στεγαστος
IDX:
30136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30170
Key:
stegasto/s
Data
{'content': 'στεγαστός\n στεγαστός, ή, όν\n στεγάζω\n covered, sheltered, Strab.', 'key': 'stegasto/s'}