Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
στειλειή
View word page
στεγαστέος
στεγαστέος στεγαστέος, ον, verb. adj. from στεγάζω one must cover, Xen.
ShortDef
one must cover
Debugging
Headword:
στεγαστέος
Headword (normalized):
στεγαστέος
Headword (normalized/stripped):
στεγαστεος
IDX:
30135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30169
Key:
stegaste/os
Data
{'content': 'στεγαστέος\n στεγαστέος, ον,\n verb. adj. from στεγάζω\n one must cover, Xen.', 'key': 'stegaste/os'}