Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
στέγος
στέγω
στείβω
View word page
στέγασμα
στέγασμα στέγασμα, ατος, τό, στεγάζω anything which covers, a covering, Xen.:— a roof, Lat. tectum, Plat.

ShortDef

anything which covers, a covering

Debugging

Headword:
στέγασμα
Headword (normalized):
στέγασμα
Headword (normalized/stripped):
στεγασμα
IDX:
30134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30168
Key:
ste/gasma

Data

{'content': 'στέγασμα\n στέγασμα, ατος, τό,\n στεγάζω\n anything which covers, a covering, Xen.:— a roof, Lat. tectum, Plat.', 'key': 'ste/gasma'}