Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
στεγνοφυής
View word page
στεγάνη
στεγάνη στεγάνη (ᾰ), ἡ, στέγω a covering, Anth.

ShortDef

a covering

Debugging

Headword:
στεγάνη
Headword (normalized):
στεγάνη
Headword (normalized/stripped):
στεγανη
IDX:
30131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30165
Key:
stega/nh

Data

{'content': 'στεγάνη\n στεγάνη (ᾰ), ἡ,\n στέγω\n a covering, Anth.', 'key': 'stega/nh'}