Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγνός
View word page
στεγάζω
στεγάζω = στέγω to cover, Xen.: metaph., ὕπνος στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho.

ShortDef

to cover

Debugging

Headword:
στεγάζω
Headword (normalized):
στεγάζω
Headword (normalized/stripped):
στεγαζω
IDX:
30130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30164
Key:
stega/zw

Data

{'content': 'στεγάζω\n = στέγω\n to cover, Xen.: metaph., ὕπνος στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho.', 'key': 'stega/zw'}