Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
View word page
στέαρ
στέαρ gen. στέατος [as trochee] prob. from !στα, Root of ἵστημι stiff fat, tallow, suet, Lat. sebum, opp. to πιμελή (Lat. adeps, soft fat), Od., Xen.

ShortDef

stiff fat, tallow, suet

Debugging

Headword:
στέαρ
Headword (normalized):
στέαρ
Headword (normalized/stripped):
στεαρ
IDX:
30129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30163
Key:
ste/ar

Data

{'content': 'στέαρ\n gen. στέατος [as trochee]\n prob. from !στα, Root of ἵστημι\n stiff fat, tallow, suet, Lat. sebum, opp. to πιμελή (Lat. adeps, soft fat), Od., Xen.', 'key': 'ste/ar'}