Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
View word page
στάχυς
στάχυς an ear of corn, Lat. spica, Il., Hes., etc.:—metaph., στ. ἄτης Aesch.; of the Theban Σπαρτοί, Eur. generally, a scion, child, progeny, Anth.
ShortDef
an ear of grain
Debugging
Headword:
στάχυς
Headword (normalized):
στάχυς
Headword (normalized/stripped):
σταχυς
IDX:
30128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30162
Key:
sta/xus
Data
{'content': 'στάχυς\n an ear of corn, Lat. spica, Il., Hes., etc.:—metaph., στ. ἄτης Aesch.; of the Theban Σπαρτοί, Eur.\n generally, a scion, child, progeny, Anth.', 'key': 'sta/xus'}