Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
στεγαστός
View word page
σταχυμήτωρ
σταχυμήτωρ στᾰχυ-μήτωρ, ορος, ἡ, mother of ears of corn, Anth.

ShortDef

mother of ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυμήτωρ
Headword (normalized):
σταχυμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
σταχυμητωρ
IDX:
30126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30160
Key:
staxumh/twr

Data

{'content': 'σταχυμήτωρ\n στᾰχυ-μήτωρ, ορος, ἡ,\n mother of ears of corn, Anth.', 'key': 'staxumh/twr'}