Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνοχή
ἀνοχμάζω
ἀνσχετός
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταείρω
ἄνταθλος
View word page
ἀνουτητί
ἀνουτητί οὐτάω without wound, Il.
ShortDef
without wound
Debugging
Headword:
ἀνουτητί
Headword (normalized):
ἀνουτητί
Headword (normalized/stripped):
ανουτητι
IDX:
3015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3016
Key:
a)nouthti/
Data
{'content': 'ἀνουτητί\n οὐτάω\n without wound, Il.', 'key': 'a)nouthti/'}