Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σταυρός
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
στεγαστέος
View word page
σταχυητρόφος
σταχυητρόφος στᾰχυη-τρόφος, ον, nourishing ears of corn, Anth.
ShortDef
nourishing ears of grain
Debugging
Headword:
σταχυητρόφος
Headword (normalized):
σταχυητρόφος
Headword (normalized/stripped):
σταχυητροφος
IDX:
30125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30159
Key:
staxuhtro/fos
Data
{'content': 'σταχυητρόφος\n στᾰχυη-τρόφος, ον,\n nourishing ears of corn, Anth.', 'key': 'staxuhtro/fos'}