Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στατός
σταυρός
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
στεγανός
στέγαρχος
στέγασμα
View word page
σταχυητόμος
σταχυητόμος στᾰχυη-τόμος, ον, τέμνω cutting ears of corn, Anth.
ShortDef
cutting ears of grain
Debugging
Headword:
σταχυητόμος
Headword (normalized):
σταχυητόμος
Headword (normalized/stripped):
σταχυητομος
IDX:
30124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30158
Key:
staxuhto/mos
Data
{'content': 'σταχυητόμος\n στᾰχυη-τόμος, ον,\n τέμνω\n cutting ears of corn, Anth.', 'key': 'staxuhto/mos'}