Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στατέος
στατήρ
στατίζω
στατός
σταυρός
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
στέαρ
στεγάζω
στεγάνη
View word page
σταφυλή
σταφυλή στᾰφῠλή, ἡ, a bunch of grapes, Hom., Theocr. parox. σταφυλή, the plummet of a level, ἵπποι σταφυλῇ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι horses matched in height by the level, matched to a nicety, Il. deriv. uncertain

ShortDef

a bunch of grapes

Debugging

Headword:
σταφυλή
Headword (normalized):
σταφυλή
Headword (normalized/stripped):
σταφυλη
IDX:
30121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30155
Key:
stafulh/

Data

{'content': 'σταφυλή\n στᾰφῠλή, ἡ,\n a bunch of grapes, Hom., Theocr.\n parox. σταφυλή, the plummet of a level, ἵπποι σταφυλῇ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι horses matched in height by the level, matched to a nicety, Il.\n deriv. uncertain', 'key': 'stafulh/'}