Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατέος
στατήρ
στατίζω
στατός
σταυρός
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
στάχυς
View word page
σταύρωμα
σταύρωμα σταύρωμα, ατος, τό, a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.
ShortDef
a palisade
Debugging
Headword:
σταύρωμα
Headword (normalized):
σταύρωμα
Headword (normalized/stripped):
σταυρωμα
IDX:
30118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30152
Key:
stau/rwma
Data
{'content': 'σταύρωμα\n σταύρωμα, ατος, τό,\n a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.', 'key': 'stau/rwma'}