Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατέος
στατήρ
στατίζω
στατός
σταυρός
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
σταχυοστέφανος
View word page
σταυρόω
σταυρόω σταυρός to fence with pales, impalisade, Thuc. to crucify, Polyb., NTest.
ShortDef
to fence with pales; to crucify
Debugging
Headword:
σταυρόω
Headword (normalized):
σταυρόω
Headword (normalized/stripped):
σταυροω
IDX:
30117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30151
Key:
stauro/w
Data
{'content': 'σταυρόω\n σταυρός\n to fence with pales, impalisade, Thuc.\n to crucify, Polyb., NTest.', 'key': 'stauro/w'}