Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατέος
στατήρ
στατίζω
στατός
σταυρός
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
σταφυλίς
σταφυλοκλοπίδης
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυμήτωρ
View word page
σταυροφόρος
σταυροφόρος σταυρο-φόρος, ον, φέρω bearing the cross, Anth.

ShortDef

bearing the cross

Debugging

Headword:
σταυροφόρος
Headword (normalized):
σταυροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σταυροφορος
IDX:
30116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30150
Key:
staurofo/ros

Data

{'content': 'σταυροφόρος\n σταυρο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing the cross, Anth.', 'key': 'staurofo/ros'}