Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
στάμνος
στασιάζω
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατέος
στατήρ
στατίζω
στατός
σταυρός
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταύρωσις
σταφίς
σταφυλή
View word page
στατέος
στατέος στᾰτέος, ον, verb. adj. of ἵστημι one must appoint, Plat.
ShortDef
one must appoint
Debugging
Headword:
στατέος
Headword (normalized):
στατέος
Headword (normalized/stripped):
στατεος
IDX:
30111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30145
Key:
state/os
Data
{'content': 'στατέος\n στᾰτέος, ον,\n verb. adj. of ἵστημι\n one must appoint, Plat.', 'key': 'state/os'}