στασιωτικός
στασιωτικός
from στᾰσιώτης
στᾰσιωτικός, ή, όν
factious, seditious, Thuc.
{
"content": "στασιωτικός\n from στᾰσιώτης\n στᾰσιωτικός, ή, όν\n factious, seditious, Thuc.",
"key": "stasiwtiko/s"
}