Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
σταμίν
σταμνίον
στάμνος
στασιάζω
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατέος
στατήρ
στατίζω
στατός
σταυρός
σταυροφόρος
View word page
στασιώδης
στασιώδης στᾰσι-ώδης, ες factious, Arist.: quarrelsome, Xen.

ShortDef

factious

Debugging

Headword:
στασιώδης
Headword (normalized):
στασιώδης
Headword (normalized/stripped):
στασιωδης
IDX:
30106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30140
Key:
stasiw/dhs

Data

{'content': 'στασιώδης\n στᾰσι-ώδης, ες\n factious, Arist.: quarrelsome, Xen.', 'key': 'stasiw/dhs'}