στασιαστικός
στασιαστικός
στᾰσιαστικός, ή, όν
seditious, factious, Plat., etc.: Adv., στασιαστικῶς ἔχειν to be factious, Dem.
{
"content": "στασιαστικός\n στᾰσιαστικός, ή, όν\n seditious, factious, Plat., etc.: Adv., στασιαστικῶς ἔχειν to be factious, Dem.",
"key": "stasiastiko/s"
}