Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταίτινος
στακτός
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
σταμίν
σταμνίον
στάμνος
στασιάζω
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατέος
View word page
στάμνος
στάμνος στάμνος, ὁ, στῆναι an earthen jar for racking off wine, Ar.: cf. ἀμφορεύς.

ShortDef

an earthen jar for racking off wine

Debugging

Headword:
στάμνος
Headword (normalized):
στάμνος
Headword (normalized/stripped):
σταμνος
IDX:
30101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30135
Key:
sta/mnos

Data

{'content': 'στάμνος\n στάμνος, ὁ,\n στῆναι\n an earthen jar for racking off wine, Ar.: cf. ἀμφορεύς.', 'key': 'sta/mnos'}