Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταῖς
σταίτινος
στακτός
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
σταμίν
σταμνίον
στάμνος
στασιάζω
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
View word page
σταμνίον
σταμνίον σταμνίον, ου, τό, Dim. of στάμνος a wine-jar, Ar.

ShortDef

a wine-jar

Debugging

Headword:
σταμνίον
Headword (normalized):
σταμνίον
Headword (normalized/stripped):
σταμνιον
IDX:
30100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30134
Key:
stamni/on

Data

{'content': 'σταμνίον\n σταμνίον, ου, τό,\n Dim. of στάμνος\n a wine-jar, Ar.', 'key': 'stamni/on'}