Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σταθμόομαι
σταῖς
σταίτινος
στακτός
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
σταμίν
σταμνίον
στάμνος
στασιάζω
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
View word page
σταμίν
σταμίν στῆναι pl., the ribs of a ship, which stand up from the keel, Lat. statumina, Od.
ShortDef
pl., the ribs or frame-timbers of a ship
Debugging
Headword:
σταμίν
Headword (normalized):
σταμίν
Headword (normalized/stripped):
σταμιν
IDX:
30099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30133
Key:
stami/nes
Data
{'content': 'σταμίν\n στῆναι\n pl., the ribs of a ship, which stand up from the keel, Lat. statumina, Od.', 'key': 'stami/nes'}