Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταθμός
σταθμόομαι
σταῖς
σταίτινος
στακτός
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
στάλιξ
σταλουργός
σταμίν
σταμνίον
στάμνος
στασιάζω
στασιαστικός
στάσιμος
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
View word page
σταλουργός
σταλουργός στᾱλ-ουργός, όν Doric for στηλουργός ἔργω furnished with a στήλη or gravestone, Anth.

ShortDef

with a στήλη or gravestone

Debugging

Headword:
σταλουργός
Headword (normalized):
σταλουργός
Headword (normalized/stripped):
σταλουργος
IDX:
30098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30132
Key:
stalourgo/s

Data

{'content': 'σταλουργός\n στᾱλ-ουργός, όν\n Doric for στηλουργός\n ἔργω\n furnished with a στήλη or gravestone, Anth.', 'key': 'stalourgo/s'}