Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνοχή
ἀνοχμάζω
ἀνσχετός
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
View word page
ἀνοτοτύζω
ἀνοτοτύζω to break out into wailing, Aesch., Eur.

ShortDef

to break out into wailing

Debugging

Headword:
ἀνοτοτύζω
Headword (normalized):
ἀνοτοτύζω
Headword (normalized/stripped):
ανοτοτυζω
IDX:
3012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3013
Key:
a)nototu/zw

Data

{'content': 'ἀνοτοτύζω\n to break out into wailing, Aesch., Eur.', 'key': 'a)nototu/zw'}