Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμόνδε
σταθμός
σταθμόομαι
σταῖς
σταίτινος
στακτός
στάλαγμα
σταλαγμός
σταλάσσω
σταλάω
View word page
σταθμητός
σταθμητός σταθμητός, ή, όν σταθμάω to be measured, Plat.

ShortDef

to be measured

Debugging

Headword:
σταθμητός
Headword (normalized):
σταθμητός
Headword (normalized/stripped):
σταθμητος
IDX:
30086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30120
Key:
staqmhto/s

Data

{'content': 'σταθμητός\n σταθμητός, ή, όν\n σταθμάω\n to be measured, Plat.', 'key': 'staqmhto/s'}