Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σταδιασμός
σταδιεύς
σταδίη
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμόνδε
σταθμός
σταθμόομαι
σταῖς
σταίτινος
στακτός
στάλαγμα
View word page
σταθεύω
σταθεύω στᾰθεύω, fut. -σω to scorch, roast, fry, Ar.

ShortDef

to scorch, roast, fry

Debugging

Headword:
σταθεύω
Headword (normalized):
σταθεύω
Headword (normalized/stripped):
σταθευω
IDX:
30083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30117
Key:
staqeu/w

Data

{'content': 'σταθεύω\n στᾰθεύω,\n fut. -σω\n to scorch, roast, fry, Ar.', 'key': 'staqeu/w'}