Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Στάγειρος
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδίη
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμόνδε
σταθμός
σταθμόομαι
View word page
στάδιος
στάδιος στάδιος (ᾰ), η, ον στῆναι standing firm, σταδίη ὑσμίνη close fight, Lat. pugna stataria, Il.; ἐν σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il. firm, strong, Pind.

ShortDef

standing firm

Debugging

Headword:
στάδιος
Headword (normalized):
στάδιος
Headword (normalized/stripped):
σταδιος
IDX:
30079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30113
Key:
sta/dios

Data

{'content': 'στάδιος\n στάδιος (ᾰ), η, ον\n στῆναι\n standing firm, σταδίη ὑσμίνη close fight, Lat. pugna stataria, Il.; ἐν σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il.\n firm, strong, Pind.', 'key': 'sta/dios'}