Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδίη
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
σταθμόνδε
View word page
σταδιοδρόμος
σταδιοδρόμος στᾰδιο-δρόμος, ὁ, one who runs the stadium, one who runs for a prize, Simon., Aeschin.
ShortDef
one who runs the stadion distance
Debugging
Headword:
σταδιοδρόμος
Headword (normalized):
σταδιοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
σταδιοδρομος
IDX:
30077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30111
Key:
stadiodro/mos
Data
{'content': 'σταδιοδρόμος\n στᾰδιο-δρόμος, ὁ,\n one who runs the stadium, one who runs for a prize, Simon., Aeschin.', 'key': 'stadiodro/mos'}