Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδίη
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθευτός
σταθεύω
σταθμάω
στάθμη
σταθμητός
View word page
σταδιοδρομέω
σταδιοδρομέω στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω to run in the stadium, Dem. from στᾰδιοδρόμος
ShortDef
to run in the stadium
Debugging
Headword:
σταδιοδρομέω
Headword (normalized):
σταδιοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
σταδιοδρομεω
IDX:
30076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30110
Key:
stadiodrome/w
Data
{'content': 'σταδιοδρομέω\n στᾰδιοδρομέω,\n fut. -ήσω\n to run in the stadium, Dem.\n from στᾰδιοδρόμος', 'key': 'stadiodrome/w'}