Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνοχή
ἀνοχμάζω
ἀνσχετός
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
View word page
ἀνόστιμος
ἀνόστιμος not returning, κεῖνον ἀν. ἔθηκεν cut off his return, Od. not to be retraced, Eur.
ShortDef
not returning
Debugging
Headword:
ἀνόστιμος
Headword (normalized):
ἀνόστιμος
Headword (normalized/stripped):
ανοστιμος
IDX:
3010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3011
Key:
a)no/stimos
Data
{'content': 'ἀνόστιμος\n not returning, κεῖνον ἀν. ἔθηκεν cut off his return, Od.\n not to be retraced, Eur.', 'key': 'a)no/stimos'}