Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδίη
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
σταθευτός
View word page
σταδαῖος
σταδαῖος στᾰδαῖος, α, ον στάδην standing erect or upright, Aesch.; στ. ἔγχη pikes for close fight, opp. to missiles (cf. στάδιος 1), Aesch.
ShortDef
standing erect
Debugging
Headword:
σταδαῖος
Headword (normalized):
σταδαῖος
Headword (normalized/stripped):
σταδαιος
IDX:
30072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30106
Key:
stadai=os
Data
{'content': 'σταδαῖος\n στᾰδαῖος, α, ον\n στάδην\n standing erect or upright, Aesch.; στ. ἔγχη pikes for close fight, opp. to missiles (cf. στάδιος 1), Aesch.', 'key': 'stadai=os'}