Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδίη
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
σταθερός
View word page
σταγών
σταγών σταγών, όνος, ἡ, στάζω a drop, Trag.
ShortDef
a drop
Debugging
Headword:
σταγών
Headword (normalized):
σταγών
Headword (normalized/stripped):
σταγων
IDX:
30071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30105
Key:
stagw/n
Data
{'content': 'σταγών\n σταγών, όνος, ἡ,\n στάζω\n a drop, Trag.', 'key': 'stagw/n'}