Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
στάγμα
σταγών
σταδαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδίη
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμος
στάδιον
στάδιος
στάζω
View word page
στάγμα
στάγμα στάγμα, ατος, τό, στάζω a drop, distilment, Aesch.

ShortDef

a drop, distilment

Debugging

Headword:
στάγμα
Headword (normalized):
στάγμα
Headword (normalized/stripped):
σταγμα
IDX:
30070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30104
Key:
sta/gma

Data

{'content': 'στάγμα\n στάγμα, ατος, τό,\n στάζω\n a drop, distilment, Aesch.', 'key': 'sta/gma'}