Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνοχή
ἀνοχμάζω
ἀνσχετός
ἀνταγοράζω
View word page
ἀνόστητος
ἀνόστητος νοστέω whence none return, Anth.
ShortDef
whence none return
Debugging
Headword:
ἀνόστητος
Headword (normalized):
ἀνόστητος
Headword (normalized/stripped):
ανοστητος
IDX:
3009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3010
Key:
a)no/sthtos
Data
{'content': 'ἀνόστητος\n νοστέω\n whence none return, Anth.', 'key': 'a)no/sthtos'}