Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
ἀγυρτάζω
ἀγύρτης
View word page
ἄγρωστις
ἄγρωστις Subst. and adj., Soph., Eur., a grass that mules fed on.

ShortDef

a grass that mules fed on

Debugging

Headword:
ἄγρωστις
Headword (normalized):
ἄγρωστις
Headword (normalized/stripped):
αγρωστις
IDX:
301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n301
Key:
a)/grwstis

Data

{'content': 'ἄγρωστις\n Subst. and adj., Soph., Eur., a grass that mules fed on.', 'key': 'a)/grwstis'}