Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
στάγμα
σταγών
View word page
σπουδαστικός
σπουδαστικός from σπουδαστής σπουδαστικός, ή, όν zealous, earnest, serious, Plat.

ShortDef

zealous, earnest, serious

Debugging

Headword:
σπουδαστικός
Headword (normalized):
σπουδαστικός
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστικος
IDX:
30061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30095
Key:
spoudastiko/s

Data

{'content': 'σπουδαστικός\n from σπουδαστής\n σπουδαστικός, ή, όν\n zealous, earnest, serious, Plat.', 'key': 'spoudastiko/s'}