Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπόρος
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
στάγμα
View word page
σπουδαστής
σπουδαστής σπουδαστής, οῦ, ὁ, σπουδάζω one who wishes well to another, a supporter, partisan, Lat. fautor, Plut.

ShortDef

one who wishes well to another, a supporter, partisan

Debugging

Headword:
σπουδαστής
Headword (normalized):
σπουδαστής
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστης
IDX:
30060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30094
Key:
spoudasth/s

Data

{'content': 'σπουδαστής\n σπουδαστής, οῦ, ὁ,\n σπουδάζω\n one who wishes well to another, a supporter, partisan, Lat. fautor, Plut.', 'key': 'spoudasth/s'}